- παλαιστρίτης
- παλαιστρίτης, ὁ (Α)1. όμοιος με παλαιστή, αθλητικός2. (για θεό και ιδίως τον Ερμή) προστάτης τής παλαίστρας, τής πάλης3. στον πληθ. οἱ παλαιστρῑταιαυτοί που γυμνάζονταν στην παλαίστρα4. φρ. «παλαιστρίτης τρόπος»(στην ιατρ.) τρόπος θεραπείας εξαρθρημάτων με μαλάξεις, όπως γινόταν στις παλαίστρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαίστρα + επίθημα -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.